ῥυγχίον

ῥυγχίον
ῥυγχίον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥυγχία — ῥυγχίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυγχίο — το / ῥυγχίον, ΝΜΑ [ῥύγχος] νεοελλ. ένας από τους τρεις λοβούς τού στίγματος τών στημόνων τών ορχεοειδών μσν. αρχ. μικρό ρύγχος …   Dictionary of Greek

  • ρυγχιάζω — Α [ῥύγχος / ῥυγχίον] (κατά τον Ησύχ.) «ῥογχάζω, ῥέγχω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”